- θειλόπεδον
- θειλόπεδονsunny spotneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θειλόπεδον — θειλόπεδον, τὸ (Α) τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες τού ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος τού ηλίου» + πεδον < πέδον, πρβλ.… … Dictionary of Greek
θειλοπέδοις — θειλόπεδον sunny spot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπέδου — θειλόπεδον sunny spot neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπέδων — θειλόπεδον sunny spot neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπέδῳ — θειλόπεδον sunny spot neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλόπεδα — θειλόπεδον sunny spot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπεδεύω — (Α) [θειλόπεδον] ξεραίνω στον ήλιο, κυρίως σταφύλια … Dictionary of Greek